βημόθυρο

βημόθυρο
το και βημόθυρα, τα (AM βημόθυρον, το, Μ και βημόθυρα, η)
η μεσαία πύλη του Ιερού, η Ωραία Πύλη του χριστιανικού ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βήμα + θύρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βημόθυρο — το η Ωραία Πύλη στο Άγιο Βήμα της εκκλησίας: Το βημόθυρο το κλείνει ο διάκος ύστερα από κάθε λειτουργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δαμασκηνός, Μιχαήλ — (περ. 1530 – 1592;). Κρητικός ζωγράφος φορητών εικόνων. Εργάστηκε στο Ηράκλειο (έως το 1574 και μετά το 1584), στη Βενετία (1574 82) και στην Κέρκυρα (1582 84). Ξεχώρισε από τους σύγχρονούς του, Κρητικούς και άλλους, με τον πλούτο της παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Πάφου (Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1983 και φιλοξενείται από το 1989 στην ανατολική πτέρυγα της Αρχιεπισκοπής (οδός Αγίου Θεοδώρου). Μετά το Βυζαντινό Μουσείο της Λευκωσίας είναι το δεύτερο σπουδαιότερο στο είδος του μουσείο της Κύπρου. Η μεγάλη αίθουσα αριστερά της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Πεδουλά (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1999 σε μια αίθουσα του παλαιού δημοτικού σχολείου του χωριού, λίγα μόνο μέτρα από το βυζαντινό κατάγραφο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (15ος αι.), που είναι μία από τις εννέα εκκλησίες της Κύπρου που περιλαμβάνονται στον κατάλογο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μήλου — Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μήλου στεγάζεται στον ένα από τους δύο παλαιότερους ναούς του νησιού, στην εν λειτουργία εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται πολύ κοντά στην παραλία του Αδάμαντα. Αυτό το πολύ ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Κόκλας, Δανιήλ — (19ος αι.). Ζωγράφος από την Κέρκυρα. Το πιο αξιόλογο έργο του είναι η Αγία Θεοδώρα (1840), που βρίσκεται σε βημόθυρο στον ναό του Αγίου Ελευθερίου στην Κέρκυρα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Βορρέ (Παιανία Αττικής) — Η συλλογή σύγχρονης ελληνικής τέχνης και λαογραφίας του συλλέκτη και πρώην δημάρχου Παιανίας Ίωνα Βορρέ εκτίθεται σε ένα συγκρότημα παλαιών και νέων κτιρίων με κήπους και αυλές, συνολικής έκτασης 18 στρεμμάτων, στις ανατολικές παρειές του Υμηττού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”